Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελονοσία οι ελονοσίες
      γενική της ελονοσίας των ελονοσιών
    αιτιατική την ελονοσία τις ελονοσίες
     κλητική ελονοσία ελονοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελονοσία < απόδοση για τη γαλλική paludisme[1] (έλος) ελο- + νόσ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική ἕλος + νόσος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.lo.noˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λο‐νο‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελονοσία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις έλος και νόσος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία