Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπύρηνος η πολυπύρηνη το πολυπύρηνο
      γενική του πολυπύρηνου της πολυπύρηνης του πολυπύρηνου
    αιτιατική τον πολυπύρηνο την πολυπύρηνη το πολυπύρηνο
     κλητική πολυπύρηνε πολυπύρηνη πολυπύρηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπύρηνοι οι πολυπύρηνες τα πολυπύρηνα
      γενική των πολυπύρηνων των πολυπύρηνων των πολυπύρηνων
    αιτιατική τους πολυπύρηνους τις πολυπύρηνες τα πολυπύρηνα
     κλητική πολυπύρηνοι πολυπύρηνες πολυπύρηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπύρηνος < → δείτε τις λέξεις πολυ- και πυρήνας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multicore

  Επίθετο επεξεργασία

πολυπύρηνος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία