πιστόλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιστόλι | τα | πιστόλια |
γενική | του | πιστολιού | των | πιστολιών |
αιτιατική | το | πιστόλι | τα | πιστόλια |
κλητική | πιστόλι | πιστόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστόλι < πιστόλα + -ι (πυροβόλο όπλο του 1800) < ιταλική pistola < γαλλική pistole < τσεχική píšťala < πρωτοσλαβική *piščalь < *piskati
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστόλι ουδέτερο