όπλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όπλο | τα | όπλα |
γενική | του | όπλου | των | όπλων |
αιτιατική | το | όπλο | τα | όπλα |
κλητική | όπλο | όπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όπλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅπλον (εργαλείο) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική arme[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
όπλο ουδέτερο
- καθετί που χρησιμεύει για την άμυνα ή την επίθεση
- ο στρατός
- στρατιωτικό μάχιμο σώμα
- εφόδιο για επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού
Εκφράσεις επεξεργασία
- για την τιμή των όπλων: για την αξιοπρέπεια, για την καλή υπόληψη
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
οπλ-
οπλ-
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- όπλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
όπλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ όπλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας