Δείτε επίσης: ἀφοπλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφοπλίζω < (ελληνιστική κοινήἀφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἀφοπλίζομαι < ὁπλίζω < ὅπλον (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désarmer)

  Ρήμα επεξεργασία

αφοπλίζω (παθητική φωνή: αφοπλίζομαι)

  1. αφαιρώ από κάποιον τα όπλα
     αντώνυμα: οπλίζω
  2. περιορίζω τις στρατιωτικές δυνάμεις και τον οπλισμό ενός κράτους
     αντώνυμα: εξοπλίζω
  3. (κατ’ επέκταση) εξουδετερώνω
  4. (μεταφορικά) αποδυναμώνω τα επιχειρήματα κάποιου ή περιορίζω τη δυνατότητα να υπερασπίζει τις ενέργειές του
  5. (μεταφορικά) γοητεύω, κερδίζω τη συμπάθεια και την αποδοχή κάποιου ο οποίος έτρεφε αισθήματα εχθρικά συναισθήματα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία