αφόπλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφόπλιση | οι | αφοπλίσεις |
γενική | της | αφόπλισης* | των | αφοπλίσεων |
αιτιατική | την | αφόπλιση | τις | αφοπλίσεις |
κλητική | αφόπλιση | αφοπλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφοπλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφόπλιση θηλυκό
- ο αφοπλισμός
- η απενεργοποίηση της δυνατότητας πυροδότησης σε κάποιο όπλο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφόπλιση
|