πιστόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιστόλα | οι | πιστόλες |
γενική | της | πιστόλας | των | (πιστολών) |
αιτιατική | την | πιστόλα | τις | πιστόλες |
κλητική | πιστόλα | πιστόλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστόλα θηλυκό
- (οπλισμός) κοντόκαννο πυροβόλο όπλο μικρού μεγέθους που συνήθως διαθέτει μόνο μία κάννη και κρατιέται με το ένα χέρι, πρόγονος του μικρότερου και πιο εξελιγμένου πιστολιού
- (νόμισμα, ιστορία) παλιό χρυσό νόμισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστόλα
|
Πηγές επεξεργασία
- πιστόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας