πιλάφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιλάφι | τα | πιλάφια |
γενική | του | πιλαφιού | των | πιλαφιών |
αιτιατική | το | πιλάφι | τα | πιλάφια |
κλητική | πιλάφι | πιλάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιλάφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pilav + -ι < περσική پلاو pilāv
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈla.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λά‐φι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιλάφι ουδέτερο
- (γαστρονομία) μαγειρεμένο ρύζι
- (στρατιωτική αργκό, μειωτικό) υπαξιωματικός (μόνιμος) του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
Δείτε επίσης επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ρύζι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δημοφιλές στιχούργημα με ρίμα των κληρωτών του πολεμικού ναυτικού που αναμένουν την ολοκλήρωση της θητείας τους.