Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωμός οι ζωμοί
      γενική του ζωμού των ζωμών
    αιτιατική τον ζωμό τους ζωμούς
     κλητική ζωμέ ζωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωμός < αβέβαιης ετυμολογίας
 
Ζωμός από κοτόπουλο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zoˈmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωμός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία