Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρύζι τα ρύζια
      γενική του ρυζιού των ρυζιών
    αιτιατική το ρύζι τα ρύζια
     κλητική ρύζι ρύζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
διάφορες ποικιλίες ρυζιού (1)
 
αρνί με ρύζι (2)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρύζι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρύζι < ελληνιστική κοινή ὀρύζιον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική ὄρυζα < πιθανόν ανατολικής προέλευσης: αρχαία περσική *vrinǰi- < παστό وريژې < σανσκριτική व्रीहि (vrīhí)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾi.zi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρύζι ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό που ανήκει στα δημητριακά, είδους Oryza sativa της οικογένειας των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae)
  2. (τρόφιμο, γαστρονομία) φαγητό με βρασμένους τους επεξεργασμένους σπόρους αυτού του φυτού

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • όπως με τα περισσότερα δημητριακά (στάρι, καλαμπόκι κλπ) χρησιμοποιούμε τον ενικό για την τροφή και το πιάτο (= σερβιρισμένη μερίδα) σε αντίθεση με τα λοιπά φαγώσιμα που χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό (φασόλια, μακαρόνια κλπ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία