περσινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περσινός | η | περσινή | το | περσινό |
γενική | του | περσινού | της | περσινής | του | περσινού |
αιτιατική | τον | περσινό | την | περσινή | το | περσινό |
κλητική | περσινέ | περσινή | περσινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περσινοί | οι | περσινές | τα | περσινά |
γενική | των | περσινών | των | περσινών | των | περσινών |
αιτιατική | τους | περσινούς | τις | περσινές | τα | περσινά |
κλητική | περσινοί | περσινές | περσινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περσινός < αρχαία ελληνική περυσινός < πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)
Επίθετο επεξεργασία
περσινός
- που έγινε τη χρονιά που μόλις πέρασε ή που αναφέρεται σε αυτήν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πέρυσι