Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
year years

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /jiɹ/ (στις ΗΠΑ), /jiə/ ή /jɜː/ (στο Ηνωμένο Βασίλειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

year (en)

  1. ο χρόνος, η χρονιά, τα χρόνια, το έτος, περίοδο δώδεκα μηνών
    the four seasons of the year - οι τέσσερις εποχές του χρόνου
    the end/the beginning of the year - το τέλος/η αρχή του χρόνου
    once a year - μια φορά το χρόνο
    from year to year - από χρόνο σε χρόνο
    I haven’t seen him in two years.
    Έχω δύο χρόνια να τον δω.
    I have two years to see him.
    Έχω ακόμη δυο χρόνια για να τον δω.
    the year’s crop - η σοδειά μιας χρονιάς
    It was a good/bonanza year.
    Ήταν καλή/πλούσια χρονιά.
    years ago - πριν από χρόνια
    birth year - έτος γεννήσεως
    a light year - έτος φωτός
    the calendar year - το ημερολογιακό έτος
    within a year - εντός έτους
    per/a year - κατ' έτος
    all year round/throughout the year - καθ' όλον το έτος
    Our athletes improved their time in this year’s games.
    Οι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
    This year’s production was twice as much as last year’s.
    Η φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή.
  2. (συνήθως πληθυντικός) ο χρόνος, για ηλικία
    When I was ten years old.
    Όταν ήμουν δέκα χρονών.
    She is twenty/fifty years old.
    Είναι είκοσι/πενήντα χρονών.
    I am twenty-one/thirty-three/sixty-four years old.
    Είμαι είκοσι ενός/τριάντα τριών/εξήντα τεσσάρων χρονών.
    the twenty-one-year-old man - ο 21χρονος άνθρωπος
    In his earlier/later years (of life)…
    Στα πρώτα/στα τελευταία χρόνια (της ζωής) του…
  3. το έτος, περίοδος δώδεκα μηνών που συνδέεται με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    the school/academic year - το σχολικό/ακαδημαϊκό έτος
    the fiscal year - το οικονομικό έτος
  4. ο χρόνος, το έτος σε σχολή κτλ. επίπεδο στο οποίο μένω ένα χρόνο· ένας μαθητής σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο
    in the third year of his studies - στον τρίτο χρόνο/στο τρίτο έτος των σπουδών του
    The course lasts four years.
    Η φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) τα χρόνια, πολύς καιρός
    I haven’t seen him in years/for years.
    Χρόνια έχω να τον δω.

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία