περιφραγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιφραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιφράζω ή περιφράσσω
Μετοχή επεξεργασία
περιφραγμένος, -η, -ο
- που έχει περιφραχτεί, οριοθετηθεί, περιχαρακωθεί, αποκλειστεί από εξωτερική πρόσβαση
- → δείτε τη λέξη περιφράζω