Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφράζω < περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω

  Ρήμα επεξεργασία

περιφράζω, πρτ.: περιέφραζα, στ.μέλλ.: θα περιφράξω, αόρ.: περιέφραξα, παθ.φωνή: περιφράζομαι, μτχ.π.π.: περιφραγμένος