περισπασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισπασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περισπασμός. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + σπασμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.spaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐σπα‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
περισπασμός αρσενικό
- κάτι που αποσπά την προσοχή, δε μας αφήνει να συγκεντρωθούμε
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπερισπασμός
- περίσπαση
- περισπαστικά (επίρρημα)
- περισπαστικός
→ και δείτε τις λέξεις περισπώ, περί και σπάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περισπασμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περισπασμός | οἱ | περισπασμοί | ||||
γενική | τοῦ | περισπασμοῦ | τῶν | περισπασμῶν | ||||
δοτική | τῷ | περισπασμῷ | τοῖς | περισπασμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | περισπασμόν | τοὺς | περισπασμούς | ||||
κλητική ὦ! | περισπασμέ | περισπασμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περισπασμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περισπασμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισπασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περισπάω / περισπῶ, περισπασ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + σπασμός.
Ουσιαστικό επεξεργασία
περισπασμός, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- περισπασμός προσοχής, περίσπαση, αφηρημάδα
- (γραμματική) συνώνυμο του περισπωμένη
- → δείτε και τη λέξη περίσπασις (το να βάζεις περισπωμένη)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- περισπασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περισπασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.