Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεδικλώνω < μεσαιωνική ελληνική πεδικλῶ / πεδουκλῶ / πεδικλώνω[1] < πέδικλον / πέδουκλον / πεδούκλι < λατινική pediculum, ουδέτερο του pediculus < pes + -culus (υποκοριστικό επίθημα) < πρωτοϊταλική *pets < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds (πόδι)

  Ρήμα επεξεργασία

πεδικλώνω (παθητική φωνή: πεδικλώνομαι)

  1. δένω τα πόδια ζώου με πέδικλο
  2. παρεμβάλλω ένα εμπόδιο, ώστε κάποιος να σκοντάψει
  3. (παθητική φωνή) πεδικλώνομαι: χάνω τον βηματισμό μου και σκοντάφτω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πεδικλόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)