βηματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βηματισμός αρσενικό
- η ενέργεια του βηματίζω
- η κίνηση με τα πόδια, το περπάτημα
- (κατ’ επέκταση) το προχώρημα, η εξέλιξη μιας διαδικασίας
- προχωρούμε στα σχέδιά μας με γοργό βηματισμό