Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατητής οι πατητές
      γενική του πατητή των πατητών
    αιτιατική τον πατητή τους πατητές
     κλητική πατητή πατητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πατητής[1] < αρχαία ελληνική πατῶ, πατη- + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατητής αρσενικό (θηλυκό πατήτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πατάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πατητής

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πατητής οἱ πατηταί
      γενική τοῦ πατητοῦ τῶν πατητῶν
      δοτική τῷ πατητ τοῖς πατηταῖς
    αιτιατική τὸν πατητήν τοὺς πατητᾱ́ς
     κλητική ! πατητᾰ́ πατηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πατηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατητής < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατητής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πατέω

  Πηγές επεξεργασία