παραμετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametric[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paramétrique[1] < ελληνιστική κοινή παραμετρέω < αρχαία ελληνική παρά + μέτρον
Επίθετο επεξεργασία
παραμετρικός
- που έχει σχέση με παραμέτρους ή αναφέρεται σ’ αυτές
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμετρικός
- ↑ 1,0 1,1 παραμετρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)