παράμετρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράμετρος θηλυκό
- καθένα από τα επί μέρους στοιχεία, τους συντελεστές, τους παράγοντες που προσδιορίζουν, επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά ενός ζητήματος
- (πληροφορική) η τυπική παράμετρος, αλλά μερικές φορές εκ παραδρομής χρησιμοποιείται και για την πραγματική παράμετρο
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- διαβίβαση παραμέτρων
- θεσιακή παράμετρος
- πραγματική παράμετρος
- προεπιλεγμένη παράμετρος
- τυπική παράμετρος