παραγόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
Μετοχή επεξεργασία
παραγόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
- ↪ Οι παραγόμενες ποσότητες θα διοχετεύονται στην εσωτερική αγορά
- ↪ Οι παραγόμενες ποσότητες την εποχή εκείνη δεν αρκούσαν για...
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
παραγόμενος, -η, -ον