Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράγομαι < παθητική φωνή του ρήματος παράγω

  Ρήμα επεξεργασία

παράγομαι

→ δείτε τη λέξη παράγω