παράταιρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράταιρος < μεσαιωνική ελληνική παραταίρι + -ος < παρά + ταίρι
Επίθετο επεξεργασία
παράταιρος, -η, -ο
- που δεν ταιριάζει με κάτι άλλο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταίρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράταιρος