οστεοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεοφόρος < οστεο- + -φόρος (φέρω). Δείτε και το ύστερο ελληνιστικό ὀστεοφόρος - μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ossifère ή αγγλική ossiferous, κλασικό σύνθετο < λατινικό os (γενική: ossis) + fero • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
οστεοφόρος, -ος, -ο