Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπερέτα οι οπερέτες
      γενική της οπερέτας
    αιτιατική την οπερέτα τις οπερέτες
     κλητική οπερέτα οπερέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική operetta < opera + -etta < λατινική opera < opus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ép-os (έργο) < *h₃ep- (εργάζομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.peˈɾe.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπερέτα θηλυκό

  1. (μουσική) ελαφρό μουσικοθεατρικό είδος με (σατιρικούς) διαλόγους
  2. (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για ενέργειες ή ανθρώπους που δείχνουν ασόβαροι ή προσπαθούν να επιδειχθούν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία