Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οβελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀβελίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.veˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐βε‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

οβελίζω

  1. απορρίπτω κάτι ως νόθο ή ψεύτικο, το εξοβελίζω
  2. περνώ κάτι στον οβελό, στη σούβλα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία