Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οβελίζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
οβελίζομαι
<
οβελίζω
Ρήμα
επεξεργασία
οβελίζομαι
περνιέμαι από τον
οβελό
, από τη
σούβλα
Συνώνυμα
επεξεργασία
σουβλίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
οβελιαίος
οβελίας
οβελίζω
οβελισμός
οβελιστήριο
οβελός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οβελίζομαι
γαλλικά
:
être
(fr)
embroché
(fr)