Δείτε επίσης: ἀπορρίπτω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπορρίπτω < ἀπό + ῥίπτω. Δείτε ρρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈɾi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρί‐πτω

  Ρήμα επεξεργασία

απορρίπτω, αόρ.: απέρριψα/απόρριψα, παθ.φωνή: απορρίπτομαι, π.αόρ.: απορρίφθηκα

  1. δεν (απο)δέχομαι, δεν εγκρίνω
  2. (ιατρική) αποβάλλω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία