απορριμματοφόρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απορριμματοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο απορριμματοφόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απορριμματοφόρο ουδέτερο
- όχημα περισυλλογής και μεταφοράς σκουπιδιών
Συνώνυμα επεξεργασία
- σκουπιδιάρα
- σκυβαλοφόρο στην κυπριακή διάλεκτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
απορριμματοφόρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απορριμματοφόρο
- αιτιατική ενικού του απορριμματοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απορριμματοφόρος