Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απορριμματοφόρο τα απορριμματοφόρα
      γενική του απορριμματοφόρου των απορριμματοφόρων
    αιτιατική το απορριμματοφόρο τα απορριμματοφόρα
     κλητική απορριμματοφόρο απορριμματοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σύγχρονο απορριμματοφόρο (1) στο Χονγκ Κονγκ

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορριμματοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο απορριμματοφόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απορριμματοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

απορριμματοφόρο