ξεμπλοκάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.bloˈka.ɾo/
Ρήμα επεξεργασία
ξεμπλοκάρω, πρτ.: ξεμπλόκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπλοκάρω, αόρ.: ξεμπλόκαρα και ξεμπλοκάρισα, μτχ.π.π.: ξεμπλοκαρισμένος
- (μεταβατικό) απελευθερώνω εξάρτημα ενός μηχανισμού που είχε μπλοκάρει
- (μεταβατικό) αποκαθιστώ την ομαλή λειτουργία ενός μηχανήματος ή συστήματος
- (αμετάβατο) (για εξάρτημα ή μηχανισμό) απελευθερώνομαι, λειτουργώ και πάλι ομαλά
- (αμετάβατο) ξαναβρίσκω την φυσιολογική μου σκέψη, ζωή, συμπεριφορά μετά από μία περίοδο (στιγμιαία ή μεγαλύτερης διάρκειας) κατά την οποία το μυαλό μου ήταν αγκυλωμένο, κολλημένο, μη λειτουργικό, μη δημιουργικό, σαν να το εμπόδιζε κάτι