αγκυλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκυλώνω
Μετοχή επεξεργασία
αγκυλωμένος, -η, -ο
- που πάσχει από αγκύλωση
- αγκυλωμένη άρθρωση
- (μεταφορικά)
- αγκυλωμένος λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκυλωμένος
|