débloquer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
débloquer (fr) (μεταβατικό)
- ξεμπλοκάρω
- (κατ’ επέκταση) επιτρέπω την επανεκκίνηση της κίνησης (εμπορευμάτων, μηχανήματος...)
- απελευθερώνομαι από ένα μπλοκάρισμα
débloquer (fr) (μεταβατικό)