Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξεκούραση
      γενική της ξεκούρασης
    αιτιατική την ξεκούραση
     κλητική ξεκούραση
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκούραση < ξε- + κούραση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκούραση θηλυκό

  1. η κατάσταση στην οποία κάποιος αποφεύγει την εργασία, ώστε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να αναπτύξει και άλλες δραστηριότητες
  2. η αίσθηση που έχει κάποιος που απαλλάσσεται από την κούραση

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία