Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηόμορφος η νηόμορφη το νηόμορφο
      γενική του νηόμορφου της νηόμορφης του νηόμορφου
    αιτιατική τον νηόμορφο τη νηόμορφη το νηόμορφο
     κλητική νηόμορφε νηόμορφη νηόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηόμορφοι οι νηόμορφες τα νηόμορφα
      γενική των νηόμορφων των νηόμορφων των νηόμορφων
    αιτιατική τους νηόμορφους τις νηόμορφες τα νηόμορφα
     κλητική νηόμορφοι νηόμορφες νηόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηόμορφος < νηο- + -μορφος

  Επίθετο επεξεργασία

νηόμορφος, -η, -ο

  • (λόγιο) που μοιάζει με καράβι, που έχει μορφή νηός
    Το 1879 αυστριακοί αρχαιολόγοι απέστειλαν στο Λούβρο τα κομμάτια της νηόμορφης βάσης τα οποία είχαν παραμείνει στον αρχαιολογικό χώρο. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία