μπεκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεκ ουδέτερο άκλιτο
- στενό εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται για ρύθμιση της ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων
- πάλι βούλωσε το μπεκ της γκαζιέρας
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπεκ στη Βικιπαίδεια