Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκ < γαλλική bec

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκ ουδέτερο άκλιτο

  1. στενό εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται για ρύθμιση της ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων
    πάλι βούλωσε το μπεκ της γκαζιέρας

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία