Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακροφύσιο τα ακροφύσια
      γενική του ακροφυσίου
ακροφύσιου
των ακροφυσίων
    αιτιατική το ακροφύσιο τα ακροφύσια
     κλητική ακροφύσιο ακροφύσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροφύσιο < άκρο + φύση + -ιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροφύσιο ουδέτερο

  • (τεχνολογία): κωνικό (ή μη κωνικό) μεταλλικό άκρο σωλήνα για στόχευση και αύξηση της πίεσης του εκτοξευόμενου υλικού ή για ελάττωση της πίεσης σε κλίβανο-καζάνι-δοχείο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία