Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγχυτήρας οι εγχυτήρες
      γενική του εγχυτήρα των εγχυτήρων
    αιτιατική τον εγχυτήρα τους εγχυτήρες
     κλητική εγχυτήρα εγχυτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχυτήρας < εγχέω < αρχαία ελληνική ἐγχέω < χέω < ινδοευρωπαική: gheu- | ghu- «χύνω»

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρσενικό γένος
ενικός αριθμός: ο εγχυτήρας (el)
πληθυντικός αριθμός: οι εγχυτήρες (el)

  • μηχανισμός έγχυσης ή εισαγωγής υλικού

Αρχείο Βικιλεξικού επεξεργασία

μπεκ
ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων πάλι βούλωσε το μπεκ της γκαζιέρας μπεκάκι ακροφύσιο εγχυτήρας μπεκ στη Βικιπαίδεια μπεκ
3 KB (35 λέξεις) - 15:47, 24 Μαΐου 2013

  Μεταφράσεις επεξεργασία