μορφοσυντακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορφοσυντακτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphosyntactic / morphosyntactical < morphosyntax < αρχαία ελληνική μορφή + σύνταξις < συντάσσω < τάσσω
Επίθετο επεξεργασία
μορφοσυντακτικός
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με τη μορφοσύνταξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορφοσυντακτικός