Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφοσύνταξη οι μορφοσυντάξεις
      γενική της μορφοσύνταξης* των μορφοσυντάξεων
    αιτιατική τη μορφοσύνταξη τις μορφοσυντάξεις
     κλητική μορφοσύνταξη μορφοσυντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοσυντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορφοσύνταξη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphosyntax < αρχαία ελληνική μορφή + σύνταξις < συντάσσω < τάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορφοσύνταξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία