μεσοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοπαθητικός < μέσος + -ο- + παθητικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική médio-passif[1])
Επίθετο επεξεργασία
μεσοπαθητικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία, γραμματική) για ρηματικό γραμματικό τύπο που δηλώνει την μέση και την παθητική διάθεση
Συγγενικά επεξεργασία
- μεσοπαθητική φωνή
- → δείτε τις λέξεις μέσος, παθητικός και παθαίνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Mediopassive voice στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοπαθητικός
- ↑ μεσοπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας