Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάθεση οι διαθέσεις
      γενική της διάθεσης* των διαθέσεων
    αιτιατική τη διάθεση τις διαθέσεις
     κλητική διάθεση διαθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάθεση < αρχαία ελληνική διάθεσις < διατίθημι < διά + τίθημι (=θέτω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάθεση θηλυκό

  1. Η όρεξη για κάποια δραστηριότητα
    Ήρθε στη δουλειά με κέφι και καλή διάθεση
    • η ψυχολογική τάση να κάνεις κάτι
       συνώνυμα: όρεξη
      είμαι πολύ κουρασμένος και δεν έχω διάθεση να διασκεδάσω
  2. το να διαθέτεις (δίνεις, χορηγείς ή πωλείς) σε κάποιον άλλον χρήματα, αγαθά, υπηρεσίες
  3. το να διαθέτεις τον εαυτό σου σε κάποιον, να είσαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες σου
    οι παίκτες της ομάδας επέστρεψαν από τις διακοπές τους και τέθηκαν στη διάθεση του προπονητή
    • στη διάθεση της υπηρεσίας: για δημόσιους υπαλλήλους που δεν έχουν τοποθετηθεί σε οργανική θέση
  4. (γραμματική) ιδιότητα του ρήματος, η οποία αφορά τη σχέση της ενέργειας που αυτο εκφράζει προς το υποκείμενο και η οποία είναι ανεξάρτητη από τη φωνή
  5. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί αν υπάρξει ανάγκη
  6. (λογιστική, για εμπορεύματα και προϊόντα) αφορά την αποθήκευση, την προετοιμασία για πώληση, την προώθηση, την διαφήμιση, την παράδοση στους πελάτες, κλπ.
    έξοδα διάθεσης

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Η φωνή του ρήματος (ενεργητική ή παθητική στα νέα ελληνικά) αναφέρεται μόνον στον γραμματικό τύπο ή στη μορφή της κατάληξης (π.χ. -ω ή -ομαι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία