ματαιόδοξος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματαιόδοξος < μάταιος + -ο- + δόξα + -ος, μεταφραστικό δάνειο από την παλαιά γαλλική vaneglorios ή από την ιταλική vanaglorioso [1]
Επίθετο επεξεργασία
ματαιόδοξος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που νοιάζεται να αποκτήσει και να επιδείξει πράγματα μάταια, που έχουν εξωτερική λάμψη, αλλά είναι στην πραγματικότητα ασήμαντα
- (για στάσεις και ενέργειες) που χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη μάταιων πραγμάτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ματαιόδοξα
- ματαιοδοξία
- ματαιοδοξώ
- ματαιοδόξως
- → δείτε τις λέξεις μάταιος και δόξα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ματαιόδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας