Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμψη οι λάμψεις
      γενική της λάμψης* των λάμψεων
    αιτιατική τη λάμψη τις λάμψεις
     κλητική λάμψη λάμψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λάμψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάμψη < (ελληνιστική κοινή) λάμψις < αρχαία ελληνική λάμπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάμψη θηλυκό

  1. το έντονο φως από φωτεινή πηγή ή από αντανάκλαση
    η λάμψη του ήλιου
  2. (μεταφορικά) η εντύπωση που προκαλεί κάποιος που είναι υγιής και ευτυχισμένος
    η λάμψη στο πρόσωπό της
  3. (μεταφορικά) η ακτινοβολία, το να μεταδίδει κάποιος το φως του πολιτισμού και της γνώσης
    η λάμψη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος
  4. (μεταφορικά) η λαμπρότητα
    η λάμψη του εορτασμού

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία