μανδαλωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μανδαλωτός, -ή, -ό και μανταλωτός
- που κλείνει με μάνδαλο, που μανδαλώνει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανδαλωτός < μάνδαλ(ος) + -ωτός
Επίθετο επεξεργασία
μανδαλωτός, -ή, -όν
- (για φίλημα) με τη γλώσσα να προεξέχει, λάγνος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 132 (130-132)
- ὡς ἡδὺ τὸ μέλος ὦ πότνιαι Γενετυλλίδες
καὶ θηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον
καὶ μανδαλωτόν,
- ὡς ἡδὺ τὸ μέλος ὦ πότνιαι Γενετυλλίδες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 132 (130-132)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάνδαλος
Πηγές επεξεργασία
- μανδαλωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.