Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητοταινία οι μαγνητοταινίες
      γενική της μαγνητοταινίας των μαγνητοταινιών
    αιτιατική τη μαγνητοταινία τις μαγνητοταινίες
     κλητική μαγνητοταινία μαγνητοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνητοταινία < μαγνήτης + ταινία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγνητοταινία θηλυκό, πληθυντικός μαγνητοταινίες

  1. ταινία με ειδική μαγνητική επίστρωση που χρησιμοποιείται στην εγγραφή ήχου ή εικόνας ή δεδομένων
  2. μαγνητική μεμβράνη για τη μεταφορά ορυκτών σε μεγάλες αποστάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία