μαγνητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγνητικός (εννοείται του ουσιαστικό τομογραφία)
- → δείτε τον όρο μαγνητική ακτινογραφία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɣni.tiˈci/
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγνητική θηλυκό
- (ιατρική) η μαγνητική τομογραφία
- ※ έκανα μια μαγνητική αυχένα και εγκεφάλου και ευτυχώς βγήκε καθαρή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγνητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μαγνητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαγνητικός