μαγευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγευτικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαγεύω
Επίθετο επεξεργασία
μαγευτικός, -ή, -ό
- (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που μαγεύει με την ομορφιά του
- μαγευτική νύχτα, μαγευτικό τοπίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγευτικός