Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγευτικά < μαγευτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

μαγευτικά

  1. πολύ όμορφα, έχοντας μαγευτεί από την ομορφιά ενός πράγματος
    περάσαμε μαγευτικά στο ταξίδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαγευτικά