μάγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάγμα | τα | μάγματα |
γενική | του | μάγματος | των | μαγμάτων |
αιτιατική | το | μάγμα | τα | μάγματα |
κλητική | μάγμα | μάγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάγμα < μεταγενέστερη μάγμα < αρχαία ελληνική μάσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάγμα ουδέτερο
- διάπυρη μάζα που δεν έχει στερεοποιηθεί ακόμα στο εσωτερικό της γης και βρίσκεται σε μεγάλο βάθος
- ό,τι είναι μαλακό αλλά και σφιχτό σαν το ζυμάρι