μάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mag-
ζυμώνω, δουλεύω κάτι με το χέρι.
Ρήμα επεξεργασία
μάσσω
Συγγενικά επεξεργασία
- μᾶζα
- μαγεῖον
- μάγειρος
- μαγεύς
- μαγίς
- μάγμα
- μαγμός
- μάκτρα
- μακτήρ
- μακτήριον
- μάκτης
- μακτός
- μάκτρα
- μάκτρον
Σύνθετα επεξεργασία
- ἀναμάσσω
- ἀπομάσσω
- διαμάσσω
- εἰσμάσσομαι
- ἐκμάσσω
- ἐμμάσσομαι
- καταμάσσω
- περιμάσσω
- προμάσσω
- προσμάσσω
- ὑπομάσσω